Τι είναι ο καταρράκτης και ποια είναι τα συμπτώματά του;
Ο καταρράκτης αποτελεί μια πάθηση που αφορά την θόλωση του κρυσταλλοειδή φακού, η οποία οφείλεται στη φυσιολογική διαδικασία γήρανσης και στην επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες, όμως τα τελευταία χρόνια και λόγω της διαδεδομένης χρήσης συσκευών με οθόνες LED (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, tablets, smartphones κτλ) συναντάται όλο και πιο συχνά σε άτομα μικρότερης ηλικίας (νεανικός καταρράκτης). Επίσης, καταρράκτη μπορούμε να έχουμε κατά τη γέννηση («συγγενής καταρράκτης»), λόγω σακχαρώδους διαβήτη ή μετά από μακρόχρονη χρήση κορτιζόνης ή τραυματισμό του ματιού.
Ενδεικτικά συμπτώματα του καταρράκτη αποτελούν η ελαφρά μειωμένη όραση, οι αντανακλάσεις γύρω από τα αντικείμενα, η διπλωπία, η μειωμένη αντίληψη των χρωμάτων.
Πώς αντιμετωπίζεται ο καταρράκτης;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης, κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος θεραπείας είναι η χειρουργική επέμβαση. Στην εποχή μας, η χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του καταρράκτη θεωρείται πλέον η πιο συχνή επέμβαση στο ανθρώπινο σώμα, η οποία επιτρέπει στον ασθενή να αποκτήσει ξανά καλή όραση και να επανέλθει άμεσα στη φυσιολογική ρουτίνα της καθημερινότητάς του.
Κατά την επέμβαση αυτή, πραγματοποιείται αφαίρεση και αντικατάσταση του θαμπού κρυσταλλοειδούς φακού με έναν διάφανο, τεχνητό ενδοφθάλμιο φακό (IOL), μέσω μιας πολύ μικρής τομής στον οφθαλμό. Η διάρκεια της επέμβασης είναι πολύ μικρή (περίπου 20 λεπτά) και η επαναφορά της όρασης πολύ σύντομη, ενώ δεν απαιτείται η ολική αναισθησία του ασθενούς, μιας και η αναισθησία γίνεται τοπικά, με σταγόνες. Ύστερα από την εγχείριση, ακολουθείται φαρμακευτική αγωγή για κάποιο χρονικό διάστημα.
Μπορεί να μη βλέπω καλά μετά την εγχείρηση καταρράκτη;
Ναι, υπάρχει περίπτωση να μη βλέπετε καλά μετά από την εγχείρηση καταρράκτη αλλά για λόγους που οφείλονται σε προϋπάρχουσες, μη διαγνωσμένες παθήσεις όπως ο διαβήτης, το γλαύκωμα, η υψηλή μυωπία ή η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε πως ο ενδοφθάλμιος φακός που τοποθετείται στο μάτι μπορεί να υπολογιστεί κατάλληλα ώστε η όραση να είναι καλή για μακριά ή για κοντά, ανάλογα με την επιθυμία του ασθενή χωρίς να έχει ανάγκη τη χρήση γυαλιών σε μια από τις δύο αποστάσεις. Πολλές φορές εφαρμόζεται η μέθοδος της μονοόρασης (monovision), κατά την οποία το ένα μάτι «ρυθμίζεται» να βλέπει καλά σε κοντινή απόσταση, ενώ το άλλο σε μακρινή. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να μη χρειαστούν γυαλιά οράσεως μετά την επέμβαση καταρράκτη παρά μόνο για βοηθητικούς λόγους.